↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπάγκος οι σπάγκοι
      γενική του σπάγκου των σπάγκων
    αιτιατική τον σπάγκο τους σπάγκους
     κλητική σπάγκε σπάγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπάγκος < μεσαιωνική ελληνική σπάγκος[1] / σπάγγος[2] < ιταλική spago < λατινική spacus. Αν σχετίζεται με την ελληνιστική κοινή σφᾰ́κος / φάσκος, ίσως είναι αντιδάνειο[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈspaŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπάγ‐κος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπάγκος αρσενικό

  1. το λεπτό σχοινί
    ※  Μετά κέρωνε καλά τον σπάγκο και με το σουβλί έρραβε το «φόντι» πάνω στην σόλα, βοηθούμενος από το καλαπόδι. Τα χέρια του ήταν δυνατά και ροζιασμένα, κι όταν περνούσε αντίθετα τις δυό βελόνες από την τρύπα που άνοιγε κάθε φορά με το σουβλί, ο κερωμένος σπάγκος τραβιόταν με τόση δύναμη που ώστε έκανε ένα σώμα σόλα και φόντι (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής, Μυθ(ιστόρημα), 2017)
  2. (μεταφορικά) ο τσιγκούνης
    άλλες μορφές: σπαγκοραμμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. 2,0 2,1 σπάγγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας