σπάγγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπάγγος | οι | σπάγγοι |
γενική | του | σπάγγου | των | σπάγγων |
αιτιατική | τον | σπάγγο | τους | σπάγγους |
κλητική | σπάγγε | σπάγγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπάγγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπάγγος → και δείτε τη λέξη σπάγκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈspaŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπάγ‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπάγγος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπάγγος
|
Πηγές επεξεργασία
- σπάγγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας