σόλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σόλα | οι | σόλες |
γενική | της | σόλας | των | σολών |
αιτιατική | τη | σόλα | τις | σόλες |
κλητική | σόλα | σόλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική suola < δημώδης λατινική *sola < λατινική solea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swol- (σόλα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασόλα θηλυκό
- (υπόδηση) το πέλμα του παπουτσιού
- ※ Μετά κέρωνε καλά τον σπάγκο και με το σουβλί έρραβε το «φόντι» πάνω στην σόλα, βοηθούμενος από το καλαπόδι. Τα χέρια του ήταν δυνατά και ροζιασμένα, κι όταν περνούσε αντίθετα τις δυό βελόνες από την τρύπα που άνοιγε κάθε φορά με το σουβλί, ο κερωμένος σπάγκος τραβιόταν με τόση δύναμη που ώστε έκανε ένα σώμα σόλα και φόντι (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής, Μυθ(ιστόρημα), 2017)
- (μεταφορικά) κάτι πολύ σκληρό
Συγγενικά
επεξεργασία- ασόλιαστος / αμετζεσόλιαστος
- σολιάζω
- σόλιασμα
- σολιασμένος
- → δείτε τη λέξη σολέα / σολέας