ασόλιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασόλιαστος < α- + σολιάζω + -τος < σόλα < ιταλική suola < δημώδης λατινική *sola < λατινική solea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swol- (σόλα)
Επίθετο
επεξεργασίαασόλιαστος
- που δεν έχει σολιαστεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασόλιαστος
|