Ετυμολογία

επεξεργασία
σολιάζω < σόλ(α) + -ιάζω[1]

σολιάζω, αόρ.: σόλιασα, παθ.φωνή: σολιάζομαι, π.αόρ.: σολιάστηκα, μτχ.π.π.: σολιασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία