ξανασολιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξανασολιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξανασολιάζω | ξανασόλιαζα | θα ξανασολιάζω | να ξανασολιάζω | ξανασολιάζοντας | |
β' ενικ. | ξανασολιάζεις | ξανασόλιαζες | θα ξανασολιάζεις | να ξανασολιάζεις | ξανασόλιαζε | |
γ' ενικ. | ξανασολιάζει | ξανασόλιαζε | θα ξανασολιάζει | να ξανασολιάζει | ||
α' πληθ. | ξανασολιάζουμε | ξανασολιάζαμε | θα ξανασολιάζουμε | να ξανασολιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξανασολιάζετε | ξανασολιάζατε | θα ξανασολιάζετε | να ξανασολιάζετε | ξανασολιάζετε | |
γ' πληθ. | ξανασολιάζουν(ε) | ξανασόλιαζαν ξανασολιάζαν(ε) |
θα ξανασολιάζουν(ε) | να ξανασολιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξανασόλιασα | θα ξανασολιάσω | να ξανασολιάσω | ξανασολιάσει | ||
β' ενικ. | ξανασόλιασες | θα ξανασολιάσεις | να ξανασολιάσεις | ξανασόλιασε | ||
γ' ενικ. | ξανασόλιασε | θα ξανασολιάσει | να ξανασολιάσει | |||
α' πληθ. | ξανασολιάσαμε | θα ξανασολιάσουμε | να ξανασολιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξανασολιάσατε | θα ξανασολιάσετε | να ξανασολιάσετε | ξανασολιάστε | ||
γ' πληθ. | ξανασόλιασαν ξανασολιάσαν(ε) |
θα ξανασολιάσουν(ε) | να ξανασολιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξανασολιάσει | είχα ξανασολιάσει | θα έχω ξανασολιάσει | να έχω ξανασολιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξανασολιάσει | είχες ξανασολιάσει | θα έχεις ξανασολιάσει | να έχεις ξανασολιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξανασολιάσει | είχε ξανασολιάσει | θα έχει ξανασολιάσει | να έχει ξανασολιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξανασολιάσει | είχαμε ξανασολιάσει | θα έχουμε ξανασολιάσει | να έχουμε ξανασολιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξανασολιάσει | είχατε ξανασολιάσει | θα έχετε ξανασολιάσει | να έχετε ξανασολιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξανασολιάσει | είχαν ξανασολιάσει | θα έχουν ξανασολιάσει | να έχουν ξανασολιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξανασολιάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- ξανασολιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)