↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξανασολιασμένος η ξανασολιασμένη το ξανασολιασμένο
      γενική του ξανασολιασμένου της ξανασολιασμένης του ξανασολιασμένου
    αιτιατική τον ξανασολιασμένο την ξανασολιασμένη το ξανασολιασμένο
     κλητική ξανασολιασμένε ξανασολιασμένη ξανασολιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξανασολιασμένοι οι ξανασολιασμένες τα ξανασολιασμένα
      γενική των ξανασολιασμένων των ξανασολιασμένων των ξανασολιασμένων
    αιτιατική τους ξανασολιασμένους τις ξανασολιασμένες τα ξανασολιασμένα
     κλητική ξανασολιασμένοι ξανασολιασμένες ξανασολιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ξανασολιασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ξανασολιασμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)