παπούτσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπούτσι | τα | παπούτσια |
γενική | του | παπουτσιού | των | παπουτσιών |
αιτιατική | το | παπούτσι | τα | παπούτσια |
κλητική | παπούτσι | παπούτσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- παπούτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παπούτσι < τουρκική pabuç < παλαιά τουρκικά پابوج (pâbuc) / پاپوش (pâpûş) < περσική پاپوش (pā-puš) < پا (pâ: πόδι) + پوش (puš) (< پوشیدن (pušidan: καλύπτω)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈpu.t͡si/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παπούτσι ουδέτερο
- (υπόδηση) προστατευτικό κάλυμμα για το πόδι· στο έδαφος ακουμπά η σκληρή σόλα και το τακούνι, ενώ το κάτω μέρος του ποδιού ντύνεται συνήθως ολόκληρο και μέχρι τον αστράγαλο με μαλακό δέρμα ή άλλο υλικό
- ※ Τα λασπωμένα παπούτσια, οι στραβοβαλμένες κάλτσες, τ' ανακατωμένα μαλλιά, η τσαλακωμένη κομπιναιζόν.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Τα λασπωμένα παπούτσια, οι στραβοβαλμένες κάλτσες, τ' ανακατωμένα μαλλιά, η τσαλακωμένη κομπιναιζόν.
Εκφράσεις
επεξεργασία- (έχω γραμμένο κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια: σε ένδειξη αδιαφορίας
- Η γλώσσα του παπούτσι & το μυαλό κουκούτσι: Αυτός που μιλάει πολύ λέγοντας συνεχώς ανοησίες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαπαροιμίες
επεξεργασία- πάρε παπούτσι από τον τόπο σου, κι ας είναι μπαλωμένο:
- ο γάμος με συγχωριανό έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από τον γάμο με ξενομερίτη.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- *παπουτσ* - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].