Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπούτσι τα παπούτσια
      γενική του παπουτσιού των παπουτσιών
    αιτιατική το παπούτσι τα παπούτσια
     κλητική παπούτσι παπούτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κατάστημα πώλησης παπουτσιών

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπούτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παπούτσι < τουρκική pabuç < παλαιά τουρκικά پابوج (pâbuc) / پاپوش (pâpûş) < περσική پاپوش (pā-puš) < پا (pâ: πόδι) + پوش (puš) (< پوشیدن ‎(pušidan: καλύπτω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈpu.t͡si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπούτσι ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

παροιμίες επεξεργασία

  • πάρε παπούτσι από τον τόπο σου, κι ας είναι μπαλωμένο:
    ο γάμος με συγχωριανό έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από τον γάμο με ξενομερίτη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία