παπουτσάκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπουτσάκι | τα | παπουτσάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παπουτσάκι | τα | παπουτσάκια |
κλητική | παπουτσάκι | παπουτσάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
παπουτσάκι < παπούτσι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παπουτσάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του παπούτσι
- (γαστρονομία) είδος φαγητού με μελιτζάνες ψητές στο φούρνο, γεμιστές με κιμά και καλυμμένες με μπεσαμέλ