Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεσαμέλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική béchamel[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεσαμέλ θηλυκό άκλιτο

  • κρέμα που τοποθετείται σε στρώσεις σε φαγητά
Πολύ ωραίο το παστίτσιο σου! Την πέτυχες την μπεσαμέλ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία