πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρέμα οι κρέμες
      γενική της κρέμας των κρεμών
    αιτιατική την κρέμα τις κρέμες
     κλητική κρέμα κρέμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
συντήρηση της κρέμας του γάλακτος
κρέμα με κομμάτια φρούτων
κρέμα προσώπου στη συσκευασία της

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρέμα θηλυκό

  1. (γαστρονομία) το λίπος του γάλακτος που εμφανίζεται στην επιφάνεια μετά από δυνατή ανάδευση· χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική
     συνώνυμα: αφρόγαλα, καϊμάκι
  2. (γαστρονομία) μείγμα με βούτυρο, αβγά, άμυλο, ζάχαρη κι άλλα υλικά, το οποίο σερβίρεται σαν επιδόρπιο ή γλύκισμα
  3. καλλυντικό ή φαρμακευτικό παρασκεύασμα με ημίρρευστη υφή, το οποίο αλείφεται

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. κρέμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας