↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλλυντικό τα καλλυντικά
      γενική του καλλυντικού των καλλυντικών
    αιτιατική το καλλυντικό τα καλλυντικά
     κλητική καλλυντικό καλλυντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλλυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλλυντικός < (ελληνιστική κοινήκαλλυντικός < καλλυντής < αρχαία ελληνική καλλύνω < καλός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lin.diˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐λυ‐ντι‐κό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλλυντικό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καλλυντικό