καλλυντής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καλλυντής | οἱ | καλλυνταί |
γενική | τοῦ | καλλυντοῦ | τῶν | καλλυντῶν |
δοτική | τῷ | καλλυντῇ | τοῖς | καλλυνταῖς |
αιτιατική | τὸν | καλλυντήν | τοὺς | καλλυντᾱ́ς |
κλητική ὦ! | καλλυντᾰ́ | καλλυνταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλλυντᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλλυνταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλλυντής < αρχαία ελληνική καλλύνω < καλός
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλλυντής αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) (επάγγελμα) που καθαρίζει (ιδίως κάποιο ναό)
- (ελληνιστική κοινή) (επάγγελμα) κουρέας