Ετυμολογία

επεξεργασία
produit < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
produit produits

produit (fr) αρσενικό

  1. το προϊόν
  2. το γινόμενο
  3. το γέννημα

  Επίθετο

επεξεργασία

produit (fr)