↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραγόμενος η παραγόμενη το παραγόμενο
      γενική του παραγόμενου της παραγόμενης του παραγόμενου
    αιτιατική τον παραγόμενο την παραγόμενη το παραγόμενο
     κλητική παραγόμενε παραγόμενη παραγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραγόμενοι οι παραγόμενες τα παραγόμενα
      γενική των παραγόμενων των παραγόμενων των παραγόμενων
    αιτιατική τους παραγόμενους τις παραγόμενες τα παραγόμενα
     κλητική παραγόμενοι παραγόμενες παραγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραγόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραγόμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω

παραγόμενος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω
    ⮡  Οι παραγόμενες ποσότητες θα διοχετεύονται στην εσωτερική αγορά
    ⮡  Οι παραγόμενες ποσότητες την εποχή εκείνη δεν αρκούσαν για...

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

παραγόμενος, -η, -ον