Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζάχαρη οι ζάχαρες
      γενική της ζάχαρης
ζαχάρεως*
    αιτιατική τη ζάχαρη τις ζάχαρες
     κλητική ζάχαρη ζάχαρες
* παλιότερος λόγιος τύπος
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ζάχαρη

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζάχαρη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζάχαρις < ελληνιστική κοινή σάκχαρις, τύπος του σάκχαρ < απώτατη αρχή: σανσκριτική शर्करा (śarkarā) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα). Δείτε και σάκχαρο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈza.xa.ɾi/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζά‐χα‐ρη
τονικό παρώνυμο: ζαχαρί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζάχαρη θηλυκό

  1. (τρόφιμο) κρυσταλλικό σώμα με γλυκιά γεύση που χρησιμοποιείται ως γλυκαντικό (χημικός τύπος: C12H22Ο11). Παράγεται από ζαχαρότευτλα ή ζαχαροκάλαμα
    Βάλε ακόμα λίγη ζάχαρη στο τσάι.
    στον πληθυντικό: οι ζάχαρες: για κύβους ζάχαρης
  2. (μεταφορικά) γλυκύτητα, τρυφερότητα
    Περνούσαν ζάχαρη οι νεόνυμφοι στον μήνα του μέλιτος.
  3. (μεταφορικά) πολύ γλυκός, πολύ καλόκαρδος άνθρωπος

[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:Μάλλον με κάποια αλλαγή να μεταφερθεί στις εκφράσεις)]]

Εκφράσεις επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

  • τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι
  • κάλλιο να 'χω στον τόπο μου ελιές και παξιμάδι παρά στα ξένα ζάχαρη και να μ' ορίζουν άλλοι
  • πεθερά κι από ζάχαρη αν είναι, πάλι πικρή θα είναι
  • έπεσε η ζάχαρη στο μέλι και κάτι τρέχει

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη σάκχαρο

Σύνθετα επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία