cream
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cream | creams |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcream (en)
- (μη μετρήσιμο, γλυκό) η κρέμα γάλακτος, το λίπος του γάλακτος που εμφανίζεται στην επιφάνεια μετά από δυνατή ανάδευση· χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική
- ⮡ Pour the cream from the saucepan into a bowl.
- Αδειάστε την κρέμα από την κατσαρόλα σε μπολ.
- ⮡ Pour the cream from the saucepan into a bowl.
- (σε σύνθετα) η κρέμα
- ⮡ a chocolate/vanilla cream - κρέμα σοκολάτα(ς)/βανίλια(ς)
- ⮡ a pastry cream - κρέμα ζαχαροπλαστικής