ενικός         πληθυντικός  
cream creams

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cream (en)

  1. (μη μετρήσιμο, γλυκό) η κρέμα γάλακτος, το λίπος του γάλακτος που εμφανίζεται στην επιφάνεια μετά από δυνατή ανάδευση· χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική
    ⮡  Pour the cream from the saucepan into a bowl.
    Αδειάστε την κρέμα από την κατσαρόλα σε μπολ.
  2. (σε σύνθετα) η κρέμα
    ⮡  a chocolate/vanilla cream - κρέμα σοκολάτα(ς)/βανίλια(ς)
    ⮡  a pastry cream - κρέμα ζαχαροπλαστικής

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία