ενικός         πληθυντικός  
whipped cream whipped creams

  Ετυμολογία

επεξεργασία
whipped cream < → δείτε τις λέξεις whipped και cream

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

whipped cream (en)

  • η (κρέμα) σαντιγί
    ⮡  strawberries with whipped cream - φράουλες με σαντιγί
    ⮡  a cake garnished with whipped cream - τούρτα γαρνιρισμένη με κρέμα σαντιγί

Δείτε επίσης

επεξεργασία