↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γάλα τα γάλατα
      γενική του γάλατος
γάλακτος
των γαλάτων
    αιτιατική το γάλα τα γάλατα
     κλητική γάλα γάλατα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γάλα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γάλα
 
Ένα ποτήρι γάλα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γά‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάλα ουδέτερο (γενική ενικού: γάλακτος και σπάνια γάλατος)

  1. (τρόφιμο) θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
    αγελαδινό γάλα
  2. το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
    παστεριωμένο γάλα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
γαλατ-, γαλακτ- 

και

Δε σχετίζονται ο γαλανός, ο γαλαντόμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γᾰλᾰκτ- (& γᾰλᾰτ-)
ονομαστική τὸ γάλᾰ τὰ γάλᾰκτ
      γενική τοῦ γάλᾰκτος
γάλατος
και άκλιτο: τοῦ γάλα
τῶν γαλᾰ́κτων
      δοτική τῷ γάλᾰκτ
γάλατι
& γάλακι
τοῖς γάλᾰξῐ(ν)
    αιτιατική τὸ γάλᾰ τὰ γάλᾰκτ
     κλητική ! γάλᾰ γάλᾰκτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γάλᾰκτε
γεν-δοτ τοῖν  γαλᾰ́κτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γάλα' όπως «γάλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γάλα < [1] πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt- / *galakt-, Αν κατά κάποια άποψη προηγείται ο σπάνιος ομηρικός τύπος γλάγος, τότε πιθανόν συνδέεται με το ἀμέλγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂melǵ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάλα ουδέτερο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
γαλακτ- 

με δεύτερο συνθετικό -γαλα

θέμα γαλακτ-

θέμα γαλα-, γαλαξ-

Δε σχετίζονται οι Γαλάται ή ο ἀριστογαλατίας, ούτε το γαλανός.

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.