γάλα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γάλα | τα | γάλατα |
γενική | του | γάλατος & γάλακτος |
των | γαλάτων |
αιτιατική | το | γάλα | τα | γάλατα |
κλητική | γάλα | γάλατα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γάλα < αρχαία ελληνική γάλα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γάλα ουδέτερο, γενική: γάλακτος και γάλατος
- θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
- αγελαδινό γάλα
- το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
- παστεριωμένο γάλα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
και
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γάλα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | γάλα | γάλακτε | γάλακτα |
Γενική | γάλακτος | γαλάκτοιν | γαλάκτων |
Δοτική | γάλακτι | γαλάκτοιν | γάλαξι |
Αιτιατική | γάλα | γάλακτε | γάλακτα |
Κλητική | γάλα | γάλακτε | γάλακτα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γάλα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt-/*galakt-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γάλα ουδέτερο