γαλάκτινος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλάκτινος < γάλα
Επίθετο
επεξεργασίαγαλάκτινος
- γαλακτώδης, λευκός σαν γάλα
- τρυφερὴ μ᾽ ἤγρευσε Κλεὼ τὰ γαλάκτιν᾽, Ἄδωνι, τῇ σῇ κοψαμένη στήθεα (: τα λευκά σαν γάλα στήθη)
γαλάκτινος