Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλακτώδης η γαλακτώδης το γαλακτώδες
      γενική του γαλακτώδους της γαλακτώδους του γαλακτώδους
    αιτιατική τον γαλακτώδη τη γαλακτώδη το γαλακτώδες
     κλητική γαλακτώδη(ς) γαλακτώδης γαλακτώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτώδεις οι γαλακτώδεις τα γαλακτώδη
      γενική των γαλακτωδών των γαλακτωδών των γαλακτωδών
    αιτιατική τους γαλακτώδεις τις γαλακτώδεις τα γαλακτώδη
     κλητική γαλακτώδεις γαλακτώδεις γαλακτώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλακτώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαλακτώδης

  Επίθετο επεξεργασία

γαλακτώδης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / γαλακτώδης τὸ γαλακτῶδες
      γενική τοῦ/τῆς γαλακτώδους τοῦ γαλακτώδους
      δοτική τῷ/τῇ γαλακτώδει τῷ γαλακτώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν γαλακτώδη τὸ γαλακτῶδες
     κλητική ! γαλακτῶδες γαλακτῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ γαλακτώδεις τὰ γαλακτώδη
      γενική τῶν γαλακτώδων τῶν γαλακτώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς γαλακτώδεσ(ν) τοῖς γαλακτώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς γαλακτώδεις τὰ γαλακτώδη
     κλητική ! γαλακτώδεις γαλακτώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γαλακτώδει τὼ γαλακτώδει
      γεν-δοτ τοῖν γαλακτώδοιν τοῖν γαλακτώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλακτώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

γαλακτώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει με το γάλα
  2. που είναι ανακατεμένος με γάλα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία