γαλακτοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαλακτοειδής | η | γαλακτοειδής | το | γαλακτοειδές |
γενική | του | γαλακτοειδούς* | της | γαλακτοειδούς | του | γαλακτοειδούς |
αιτιατική | τον | γαλακτοειδή | τη | γαλακτοειδή | το | γαλακτοειδές |
κλητική | γαλακτοειδή(ς) | γαλακτοειδής | γαλακτοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαλακτοειδείς | οι | γαλακτοειδείς | τα | γαλακτοειδή |
γενική | των | γαλακτοειδών | των | γαλακτοειδών | των | γαλακτοειδών |
αιτιατική | τους | γαλακτοειδείς | τις | γαλακτοειδείς | τα | γαλακτοειδή |
κλητική | γαλακτοειδείς | γαλακτοειδείς | γαλακτοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |