Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλακτοειδής η γαλακτοειδής το γαλακτοειδές
      γενική του γαλακτοειδούς* της γαλακτοειδούς του γαλακτοειδούς
    αιτιατική τον γαλακτοειδή τη γαλακτοειδή το γαλακτοειδές
     κλητική γαλακτοειδή(ς) γαλακτοειδής γαλακτοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτοειδείς οι γαλακτοειδείς τα γαλακτοειδή
      γενική των γαλακτοειδών των γαλακτοειδών των γαλακτοειδών
    αιτιατική τους γαλακτοειδείς τις γαλακτοειδείς τα γαλακτοειδή
     κλητική γαλακτοειδείς γαλακτοειδείς γαλακτοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

  1. που χρωματικά ή γευστικά μοιάζει με γάλα
    Το αβοκάντο είναι γαλακτοειδές γευστικά.
  2. που σχηματικά μοιάζει με γαλαξία
    Η γαλακτοειδής μορφή της κηλίδας ανάγκασε τον αστρονόμο να την παρατηρήσει με ισχυρότερο-αναλυτικότερο τηλεσκόπιο.