Κατηγορία:Επίθετα με κλίση όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
μανιωδεσ-
ονομαστική / μανιώδης τὸ μανιῶδες
      γενική τοῦ/τῆς μανιώδους τοῦ μανιώδους
      δοτική τῷ/τῇ μανιώδει τῷ μανιώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν μανιώδη τὸ μανιῶδες
     κλητική ! μανιῶδες μανιῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μανιώδεις τὰ μανιώδη
      γενική τῶν μανιώδων τῶν μανιώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς μανιώδεσ(ν) τοῖς μανιώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς μανιώδεις τὰ μανιώδη
     κλητική ! μανιώδεις μανιώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μανιώδει τὼ μανιώδει
      γεν-δοτ τοῖν μανιώδοιν τοῖν μανιώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

3η κλίση - σιγμόληκτα παροξύτονα επίθετα σε -ης, -ης, -ες, δικατάληκτα.

μανιώδης, ἡ μανιώδης, τὸ μανιῶδες, τῶν μανιώδων

Συγκρίνετε με την κλίση 'συνήθης'


Περισσότερα στο Παράρτημα

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'μανιώδης'}}