Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βρωμώδης τὸ βρωμῶδες
      γενική τοῦ/τῆς βρωμώδους τοῦ βρωμώδους
      δοτική τῷ/τῇ βρωμώδει τῷ βρωμώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν βρωμώδη τὸ βρωμῶδες
     κλητική ! βρωμῶδες βρωμῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βρωμώδεις τὰ βρωμώδη
      γενική τῶν βρωμώδων τῶν βρωμώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς βρωμώδεσ(ν) τοῖς βρωμώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς βρωμώδεις τὰ βρωμώδη
     κλητική ! βρωμώδεις βρωμώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βρωμώδει τὼ βρωμώδει
      γεν-δοτ τοῖν βρωμώδοιν τοῖν βρωμώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρωμώδης < αρχαία ελληνική βρωμέω + -ώδης < βρῶμος

  Επίθετο επεξεργασία

βρωμώδης, -ης, -ες

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία