δυσώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δυσώδης | η | δυσώδης | το | δυσώδες |
γενική | του | δυσώδους | της | δυσώδους | του | δυσώδους |
αιτιατική | τον | δυσώδη | τη | δυσώδη | το | δυσώδες |
κλητική | δυσώδη(ς) | δυσώδης | δυσώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δυσώδεις | οι | δυσώδεις | τα | δυσώδη |
γενική | των | δυσωδών | των | δυσωδών | των | δυσωδών |
αιτιατική | τους | δυσώδεις | τις | δυσώδεις | τα | δυσώδη |
κλητική | δυσώδεις | δυσώδεις | δυσώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσώδης < δυσ- + -ώδης (ὄζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈso.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σώ‐δης
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐ώ‐δης
- ομόηχο: δυσώδεις
Επίθετο
επεξεργασίαδυσώδης, -ης, -ες, συγκριτικός : δυσωδέστερος, υπερθετικός : δυσωδέστατος
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά, λόγιο) που έχει άσχημη οσμή, βρομερός, που βρομάει
Συγγενικά
επεξεργασία- δυσωδία → δείτε και την έκφραση βρόμα και δυσωδία
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσώδης
Πηγές
επεξεργασία- δυσώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δυσώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | δυσώδης | τὸ | δυσῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | δυσώδους | τοῦ | δυσώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | δυσώδει | τῷ | δυσώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | δυσώδη | τὸ | δυσῶδες | ||
κλητική ὦ! | δυσῶδες | δυσῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | δυσώδεις | τὰ | δυσώδη | ||
γενική | τῶν | δυσώδων | τῶν | δυσώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | δυσώδεσῐ(ν) | τοῖς | δυσώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυσώδεις | τὰ | δυσώδη | ||
κλητική ὦ! | δυσώδεις | δυσώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσώδει | τὼ | δυσώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δυσώδοιν | τοῖν | δυσώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία- δυσώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.