↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσώδης η δυσώδης το δυσώδες
      γενική του δυσώδους της δυσώδους του δυσώδους
    αιτιατική τον δυσώδη τη δυσώδη το δυσώδες
     κλητική δυσώδη(ς) δυσώδης δυσώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσώδεις οι δυσώδεις τα δυσώδη
      γενική των δυσωδών των δυσωδών των δυσωδών
    αιτιατική τους δυσώδεις τις δυσώδεις τα δυσώδη
     κλητική δυσώδεις δυσώδεις δυσώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσώδης < δυσ- + -ώδης (ὄζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈso.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σώ‐δης
παλιότερος συλλαβισμός: δυσ‐ώ‐δης
ομόηχο: δυσώδεις

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσώδης, -ης, -ες, συγκριτικός: δυσωδέστερος, υπερθετικός:  δυσωδέστατος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε δυσ- και όζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσώδης τὸ δυσῶδες
      γενική τοῦ/τῆς δυσώδους τοῦ δυσώδους
      δοτική τῷ/τῇ δυσώδει τῷ δυσώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσώδη τὸ δυσῶδες
     κλητική ! δυσῶδες δυσῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσώδεις τὰ δυσώδη
      γενική τῶν δυσώδων τῶν δυσώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσώδεσ(ν) τοῖς δυσώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσώδεις τὰ δυσώδη
     κλητική ! δυσώδεις δυσώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσώδει τὼ δυσώδει
      γεν-δοτ τοῖν δυσώδοιν τοῖν δυσώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσώδης < δυσ- + -ώδης (ὄζω)


ζητούμενο λήμμα