δύσοσμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δύσοσμος < αρχαία ελληνική δύσοσμος < δυσ- + ὀσμή
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δύσοσμος, -η, ο
- που έχει δυσάρεστη οσμή
- Ο Εθνικός Βοτανικός Κήπος του Βελγίου παραμένει ανοιχτός μέχρι αργά το βράδυ, ώστε να δώσει στους επισκέπτες την ευκαιρία να δουν από κοντά ένα από τα σπανιότερα και πιο δύσοσμα λουλούδια του κόσμου. Το Titan Arum ( επιστημονική ονομασία amorphopohallus titanum)... (*)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δύσοσμος