ὀσμή
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ὀσμή | ὀσμά | ὀσμαί |
Γενική | ὀσμῆς | ὀσμαῖν | ὀσμῶν |
Δοτική | ὀσμῇ | ὀσμαῖν | ὀσμαῖς |
Αιτιατική | ὀσμήν | ὀσμά | ὀσμάς |
Κλητική | ὀσμή | ὀσμά | ὀσμαί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὀσμή < ὄζω < πρωτοελληνική *óďďō < *h₃ed-ye-, < *h₃ed- (όζω, μυρίζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ὀσμή θηλυκό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- αττικός τύπος του ὀδμή