Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄσφρησῐς αἱ ὀσφρήσεις
      γενική τῆς ὀσφρήσεως τῶν ὀσφρήσεων
      δοτική τῇ ὀσφρήσει ταῖς ὀσφρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὄσφρησῐν τὰς ὀσφρήσεις
     κλητική ! ὄσφρησῐ ὀσφρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀσφρήσει
γεν-δοτ τοῖν  ὀσφρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄσφρησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄσφρησις θηλυκό

  1. η αίσθηση της όσφρησης
  2. το όργανο της όσφρησης

  Πηγές επεξεργασία