ὄσφρησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὄσφρησῐς | αἱ | ὀσφρήσεις |
γενική | τῆς | ὀσφρήσεως | τῶν | ὀσφρήσεων |
δοτική | τῇ | ὀσφρήσει | ταῖς | ὀσφρήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὄσφρησῐν | τὰς | ὀσφρήσεις |
κλητική ὦ! | ὄσφρησῐ | ὀσφρήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀσφρήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀσφρησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄσφρησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄσφρησις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ὄσφρησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄσφρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.