↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κάκοσμος η κάκοσμη το κάκοσμο
      γενική του κάκοσμου της κάκοσμης του κάκοσμου
    αιτιατική τον κάκοσμο την κάκοσμη το κάκοσμο
     κλητική κάκοσμε κάκοσμη κάκοσμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κάκοσμοι οι κάκοσμες τα κάκοσμα
      γενική των κάκοσμων των κάκοσμων των κάκοσμων
    αιτιατική τους κάκοσμους τις κάκοσμες τα κάκοσμα
     κλητική κάκοσμοι κάκοσμες κάκοσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάκοσμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάκοσμος[1] < κακός + ὀσμή

  Επίθετο

επεξεργασία

κάκοσμος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία