κάκοσμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κάκοσμος | η | κάκοσμη | το | κάκοσμο |
γενική | του | κάκοσμου | της | κάκοσμης | του | κάκοσμου |
αιτιατική | τον | κάκοσμο | την | κάκοσμη | το | κάκοσμο |
κλητική | κάκοσμε | κάκοσμη | κάκοσμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κάκοσμοι | οι | κάκοσμες | τα | κάκοσμα |
γενική | των | κάκοσμων | των | κάκοσμων | των | κάκοσμων |
αιτιατική | τους | κάκοσμους | τις | κάκοσμες | τα | κάκοσμα |
κλητική | κάκοσμοι | κάκοσμες | κάκοσμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάκοσμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάκοσμος[1] < κακός + ὀσμή
Επίθετο επεξεργασία
κάκοσμος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάκοσμος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κάκοσμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας