άσχημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άσχημα < επίθετο άσχημος
Επίρρημα επεξεργασία
άσχημα και άσκημα (τροπικό επίρρημα)
- μου συμπεριφέρεται άσχημα
- νιώθω άσχημα που του μίλησα έτσι
- σε κακή κατάσταση, ψυχολογικά ή σωματικά
- είναι άσχημα ακόμα, δεν έχει συνέλθει
Εκφράσεις επεξεργασία
- την έχω άσχημα: περιέρχομαι σε δυσχερή θέση, περιμένω άσχημες εξελίξεις, την έβαψα
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άσχημος