βρῶμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βρῶμος | οἱ | βρῶμοι |
γενική | τοῦ | βρώμου | τῶν | βρώμων |
δοτική | τῷ | βρώμῳ | τοῖς | βρώμοις |
αιτιατική | τὸν | βρῶμον | τοὺς | βρώμους |
κλητική ὦ! | βρῶμε | βρῶμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρώμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βρώμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβρῶμος, -ου αρσενικό
- άλλη μορφή του βρῶμα: έδεσμα, τροφή, φαγητό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- βρῶμος: άγνωστης ετυμολογίας. Tύπος του βρόμος (< βρέμω που δεν ταυτίζεται με τη σημασία «θόρυβος»),[1] λιγότερο μαρτυρημένος με βρω- πιθανόν με εκφραστικό χαρακτήρα ή λόγω επίδρασης του ουδέτερου βρῶμα (τροφή, έδεσμα) [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρῶμος, -ου αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βρῶμος σελ. 246 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ βρομώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- βρῶμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.