Ετυμολογία

επεξεργασία
βιβρώσκω < (ενεστωτικός αναδιπλασιασμός) του θέματος -βρο- < κατά μετάθεση της ρίζας -βορ (όπως και βορά, βρῶσις) σαν το λατινικό voro και vorare (καταβροχθίζω) πιθανόν από κοινή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷerh₃-

βιβρώσκω

  • τρώω, καταβροχθίζω, αναλίσκω, ροκανίζω. Ελλειπτικό ρήμα που αναπληρώνεται σε διάφορους τύπους από το ρήμα ἐσθίω.
Αρχικοί Χρόνοι
Ενεστώτας βιβρώσκω
Παρατατικός -
Μέλλοντας βρώσομαι
Αόριστος α΄και β' ἔβρωσα και ἔβρων
Παρακείμενος βέβρωκα
Υπερσυντέλικος -

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία