ελλειπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ελλειπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλλειπτικός < αρχαία ελληνική ἐλλείπ(ω) ( < ἐν- + λείπω) + -τικός.
- (για γεωμετρικό σχήμα) (άμεσο δάνειο) γαλλική elliptique < νεολατινική ellipticus < ελληνιστική κοινή ἔλλειψις με βάση το ἐλλειπτικός[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.li.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐λει‐πτι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
ελλειπτικός, -ή, -ό
- (γεωμετρία) που έχει το γεωμετρικό σχήμα της έλλειψης
- (γραμματική) που χαρακτηρίζεται από απουσία μορφολογικών τύπων (όπως πτώσεων, αριθμών, χρόνων)
- ⮡ ελλειπτικά ρήματα / δείτε: ελλειπτικά
- (ύφος, ρητορική) για λόγο όπου συνειδητά παραλείπονται μέρη φράσης ή εννοούμενες λέξεις
- ⮡ το ελλειπτικό σχήμα είναι ρητορικό σχήμα → δείτε τη λέξη σχήμα λόγου
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ελλειπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας