ελλιπής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελλιπής < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἐλλιπής < ἐλ + λιπ (λείπω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ.liˈpis/
- συλλαβισμός : ελ‐λι‐πής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ελλιπής
- που δεν είναι πλήρης ή ολόκληρος, που χρειάζεται συμπλήρωση η επέκταση, λειψός