Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπλήρωση οι συμπληρώσεις
      γενική της συμπλήρωσης* των συμπληρώσεων
    αιτιατική τη συμπλήρωση τις συμπληρώσεις
     κλητική συμπλήρωση συμπληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπλήρωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπλήρωσις[1] < συν + πλήρωσις < πληρόω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /simˈbli.ɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπλή‐ρω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπλήρωση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία συμπληρώνω κάτι, προσθέτω κάτι παραπάνω
    θα ήθελα να κάνω μια συμπλήρωση
  2. η ενέργεια με την οποία συμπληρώνω κενά σε ένα έγγραφο (αίτηση, φόρμα κλπ)
  3. η ολοκλήρωση
    με τη συμπλήρωση 10 χρόνων από το γεγονός αυτό ...

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία