πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπλήρωση οι συμπληρώσεις
      γενική της συμπλήρωσης* των συμπληρώσεων
    αιτιατική τη συμπλήρωση τις συμπληρώσεις
     κλητική συμπλήρωση συμπληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπλήρωση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία συμπληρώνω κάτι, προσθέτω κάτι παραπάνω
      θα ήθελα να κάνω μια συμπλήρωση
  2. η ενέργεια με την οποία συμπληρώνω κενά σε ένα έγγραφο (αίτηση, φόρμα κλπ)
  3. η ολοκλήρωση
      με τη συμπλήρωση 10 χρόνων από το γεγονός αυτό ...

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία