συμπλήρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συμπλήρωσῐς | αἱ | συμπληρώσεις | ||||
γενική | τῆς | συμπληρώσεως | τῶν | συμπληρώσεων | ||||
δοτική | τῇ | συμπληρώσει | ταῖς | συμπληρώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συμπλήρωσῐν | τὰς | συμπληρώσεις | ||||
κλητική ὦ! | συμπλήρωσῐ | συμπληρώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμπληρώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συμπληρωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπλήρωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συμπληρῶ (κλίση συμπληρόω) + -σις (-ωσις). Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + πλήρωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπλήρωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συμπλήρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.