ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμπλήρωσῐς αἱ συμπληρώσεις
      γενική τῆς συμπληρώσεως τῶν συμπληρώσεων
      δοτική τῇ συμπληρώσει ταῖς συμπληρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συμπλήρωσῐν τὰς συμπληρώσεις
     κλητική ! συμπλήρωσῐ συμπληρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμπληρώσει
γεν-δοτ τοῖν  συμπληρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπλήρωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συμπληρῶ (κλίση συμπληρόω) + -σις (-ωσις). Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + πλήρωσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπλήρωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία