Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλήρωσῐς αἱ πληρώσεις
      γενική τῆς πληρώσεως τῶν πληρώσεων
      δοτική τῇ πληρώσει ταῖς πληρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πλήρωσῐν τὰς πληρώσεις
     κλητική ! πλήρωσῐ πληρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πληρώσει
γεν-δοτ τοῖν  πληρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλήρωσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλήρωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία