πληρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπληρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πληρώνω
- θα πληρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πληρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπληρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλήρωση