Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πληρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πληρώνω
  2. θα πληρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πληρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πληρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλήρωση