έλλειμμα
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | έλλειμμα | ελλείμματα |
γενική | ελλείμματος | ελλειμμάτων |
αιτιατική | έλλειμμα | ελλείμματα |
κλητική | έλλειμμα | ελλείμματα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έλλειμμα < αρχαία ελληνική ἔλλειμμα < ἐλλείπω < λείπω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έλλειμμα ουδέτερο
- χρηματικό ή άλλο ποσό που λείπει αναιτιολόγητα (από ταμείο, αποθήκη κ.λπ.)
- (κατ' επέκταση) αυτό που λείπει, η ανεπάρκεια, η έλλειψη
- έλλειμμα ανθρωπιάς
- στον προϋπολογισμό, το ποσό κατά το οποίο τα έσοδα είναι λιγότερα από τα έξοδα
- στο εμπορικό ισοζύγιο, το ποσό κατά το οποίο η αξία των εξαγωγών είναι μικρότερη από την αξία των εισαγωγών
Επεξεργασία
- ελλειμματικά
- ελλειμματικός
- έλλειψη
- ελλιπής
- και → δείτε τις λέξεις: ελλείπω και λείπω