ελλειμματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.li.ma.tiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
ελλειμματικός
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελλειμματικός
|
ελλειμματικός
|