Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελλειμματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Αντώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελλειμματικ
ός
η
ελλειμματικ
ή
το
ελλειμματικ
ό
γενική
του
ελλειμματικ
ού
της
ελλειμματικ
ής
του
ελλειμματικ
ού
αιτιατική
τον
ελλειμματικ
ό
την
ελλειμματικ
ή
το
ελλειμματικ
ό
κλητική
ελλειμματικ
έ
ελλειμματικ
ή
ελλειμματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελλειμματικ
οί
οι
ελλειμματικ
ές
τα
ελλειμματικ
ά
γενική
των
ελλειμματικ
ών
των
ελλειμματικ
ών
των
ελλειμματικ
ών
αιτιατική
τους
ελλειμματικ
ούς
τις
ελλειμματικ
ές
τα
ελλειμματικ
ά
κλητική
ελλειμματικ
οί
ελλειμματικ
ές
ελλειμματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελλειμματικός
<
έλλειμμα
+
-τικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.li.ma.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
ελλειμματικός
(
οικονομία
) που εμφανίζει
έλλειμμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
παθητικός
Αντώνυμα
επεξεργασία
πλεονασματικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελλειμματικός
αγγλικά
:
ανεπαρκής
:
insufficient
(en)
,
not sufficient
(en)
,
inadequate
(en)
,
scant
(en)
,
scanty
(en)
,
unsatisfactory
(en)
,
οικονομικά
:
loss-making
(en)
,
unprofitable
(en)
γαλλικά
:
déficitaire
(fr)