παθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παθητικός < αρχαία ελληνική παθητικός < πάσχω
Επίθετο
επεξεργασίαπαθητικός
- που είναι γεμάτος πάθος
- παθητική μουσική υπόκρουση
- που δέχεται εξωτερικά γεγονότα, πιέσεις κλπ χωρίς να αντιδρά
- η παθητική στάση αυτού του ανθρώπου με εκνευρίζει
- (γραμματική) για ρηματικό τύπο που δείχνει ότι το υποκείμενο δέχεται ενέργεια, παθαίνει κάτι
- ρήματα παθητικής διάθεσης