Δείτε επίσης: ἐλλείπω

Ετυμολογία

επεξεργασία

ελλείπω (μόνο στον ενεστώτα)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

επίσης

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • λιπο- για σύνθετα με τη σημασία «λείπω»
  • σύνθετο με ελλειπο-, μόνον το όιψμο ελληνιστικό ἐλλειπογνώμων (για άλογα)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία