αποθήκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποθήκη | οι | αποθήκες |
γενική | της | αποθήκης | των | αποθηκών |
αιτιατική | την | αποθήκη | τις | αποθήκες |
κλητική | αποθήκη | αποθήκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποθήκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποθήκη.[1] Μορφολογικά, δείτε (από) απο- + -θήκη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐θή‐κη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποθήκη θηλυκό
- χώρος (κτίριο ή μέρος κτιρίου) όπου φυλάσσονται αντικείμενα, όπως εργαλεία, αγαθά ή εμπορεύματα, για την περίοδο που δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν
- κατάστημα χονδρικής πώλησης
- στρατιωτική μονάδα ανεφοδιασμού
Συγγενικά επεξεργασία
- αποθηκάκι
- αποθηκάριος
- αποθηκευμένος
- αποθήκευση
- αποθηκεύσιμος
- αποθηκευτικός
- αποθήκευτρα
- αποθηκεύω
- αποθηκούλα
Σύνθετα επεξεργασία
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-αποθήκη»
όπως ενδεικτικά
- λήγουν σε -αποθήκη - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χώρος όπου τοποθετούνται αντικείμενα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αποθήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας