Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθηκευμένος η αποθηκευμένη το αποθηκευμένο
      γενική του αποθηκευμένου της αποθηκευμένης του αποθηκευμένου
    αιτιατική τον αποθηκευμένο την αποθηκευμένη το αποθηκευμένο
     κλητική αποθηκευμένε αποθηκευμένη αποθηκευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθηκευμένοι οι αποθηκευμένες τα αποθηκευμένα
      γενική των αποθηκευμένων των αποθηκευμένων των αποθηκευμένων
    αιτιατική τους αποθηκευμένους τις αποθηκευμένες τα αποθηκευμένα
     κλητική αποθηκευμένοι αποθηκευμένες αποθηκευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθηκευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθηκεύω

  Μετοχή επεξεργασία

αποθηκευμένος, -η, -ο

  • που έχει αποθηκευτεί
    αποθηκευμένα υλικά, αρχεία, στοιχεία, βιβλία

  Μεταφράσεις επεξεργασία