αποθηκευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθηκευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθηκεύω
Μετοχή
επεξεργασίααποθηκευμένος, -η, -ο
- που έχει αποθηκευτεί
- αποθηκευμένα υλικά, αρχεία, στοιχεία, βιβλία
αποθηκευμένος, -η, -ο