entreposé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entreposé | entreposés |
θηλυκό | entreposée | entreposées |
entreposé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entreposé | entreposés |
θηλυκό | entreposée | entreposées |
entreposé (fr)