Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθηκεύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αποθηκεύω

  1. τοποθετώ, βάζω κάτι σε αποθήκη για μελλοντική χρήση
  2. (συνεκδοχικά) συσσωρεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω κάτι
  3. (πληροφορική) καταγράφω ένα αρχείο ή γενικότερα δεδομένα στον σκληρό δίσκο

  Μεταφράσεις επεξεργασία