Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
store stores

store (en)

  1. (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) το μαγαζί, το εμπορικό κατάστημα
    ⮡  general store - μαγαζί/κατάστημα γενικού εμπορίου
    ⮡  I found out the store closed and couldn’t shop.
    Bρήκα κλειστό το μαγαζί και δεν μπόρεσα να ψωνίσω.
    ⮡  He is the owner of a store.
    Είναι ιδιοκτήτης καταστήματος.
    ⮡  paint store - χρωματοπωλείο
     συνώνυμα:  shop και boutique
  2. η αποθήκη
  3. το απόθεμα
     συνώνυμα: stock, supply
  4. (πληροφορική, παρωχημένο) η μνήμη
     συνώνυμα: memory

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας store
γ΄ ενικό ενεστώτα stores
αόριστος stored
παθητική μετοχή stored
ενεργητική μετοχή storing

store (en)

  1. (μεταβατικό) αποθηκεύω, αποταμιεύω, βάζω κάτι κάπου και το κρατάω εκεί για να το χρησιμοποιήσω αργότερα
    ⮡  The camel stores water in its body and uses it in the desert.
    Η καμήλα αποθηκεύει νερό στο σώμα της και το χρησιμοποιεί στην έρημο.
    ⮡  Squirrels store up food for the winter.
    Οι σκίουροι αποταμιεύουν τροφή για τον χειμώνα.
  2. (μεταβατικό, πληροφορική) αποθηκεύω στη μνήμη
    ⮡  Computers are capable of storing a huge amount of information.
    Οι υπολογιστές είναι ικανοί να αποθηκεύουν έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών.
  3. (μεταβατικό) διατηρώ, αποθηκεύω, διατηρώ κάτι σε καλή κατάσταση όντας αποθηκευμένος κάπου, π.χ. στο ψυγείο
    ⮡  Store the product at temperatures <4°.
    Διατηρείτε το προϊόν σε θερμοκρασίες <4°.
    ⮡  The merchandise is delicate and must be stored immediately.
    Τα εμπορεύματα είναι ευαίσθητα και πρέπει να αποθηκευτούν αμέσως.