store
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
store | stores |
store (en)
- (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) το μαγαζί, το εμπορικό κατάστημα
- ⮡ general store - μαγαζί/κατάστημα γενικού εμπορίου
- ⮡ I found out the store closed and couldn’t shop.
- Bρήκα κλειστό το μαγαζί και δεν μπόρεσα να ψωνίσω.
- ⮡ He is the owner of a store.
- Είναι ιδιοκτήτης καταστήματος.
- ⮡ paint store - χρωματοπωλείο
- ≈ συνώνυμα: shop και boutique
- η αποθήκη
- το απόθεμα
- (πληροφορική, παρωχημένο) η μνήμη
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | store |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stores |
αόριστος | stored |
παθητική μετοχή | stored |
ενεργητική μετοχή | storing |
store (en)
- (μεταβατικό) αποθηκεύω, αποταμιεύω, βάζω κάτι κάπου και το κρατάω εκεί για να το χρησιμοποιήσω αργότερα
- ⮡ The camel stores water in its body and uses it in the desert.
- Η καμήλα αποθηκεύει νερό στο σώμα της και το χρησιμοποιεί στην έρημο.
- ⮡ Squirrels store up food for the winter.
- Οι σκίουροι αποταμιεύουν τροφή για τον χειμώνα.
- ⮡ The camel stores water in its body and uses it in the desert.
- (μεταβατικό, πληροφορική) αποθηκεύω στη μνήμη
- ⮡ Computers are capable of storing a huge amount of information.
- Οι υπολογιστές είναι ικανοί να αποθηκεύουν έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών.
- ⮡ Computers are capable of storing a huge amount of information.
- (μεταβατικό) διατηρώ, αποθηκεύω, διατηρώ κάτι σε καλή κατάσταση όντας αποθηκευμένος κάπου, π.χ. στο ψυγείο
- ⮡ Store the product at temperatures <4°.
- Διατηρείτε το προϊόν σε θερμοκρασίες <4°.
- ⮡ The merchandise is delicate and must be stored immediately.
- Τα εμπορεύματα είναι ευαίσθητα και πρέπει να αποθηκευτούν αμέσως.
- ⮡ Store the product at temperatures <4°.
Πηγές
επεξεργασία- store (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- store (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 113, 432, 514. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποταμιεύω, κατάστημα, μαγαζί