ενικός         πληθυντικός  
memory memories

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

memory (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μνήμη, η ικανότητα να θυμόμαστε πράγματα
    ⮡  You have a good memory.
    Έχεις καλή μνήμη.
  2. η μνήμη, η ανάμνηση, μια σκέψη για κάτι που θυμάμαι από το παρελθόν
    ⮡  Do you have any memories from your youth?
    Έχεις καθόλου μνήμες από τη μικρή σου ηλικία.
    ⮡  She erased the unpleasant memories.
    Έσβησε τις δυσάρεστες αναμνήσεις.
  3. (πληροφορική, υλικό υπολογιστή) μνήμη σε υπολογιστή

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία