memory
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
memory | memories |
Ουσιαστικό επεξεργασία
memory (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μνήμη, η ικανότητα να θυμόμαστε πράγματα
- ↪ You have a good memory.
- Έχεις καλή μνήμη.
- ↪ You have a good memory.
- η μνήμη, μια σκέψη για κάτι που θυμάμαι από το παρελθόν
- ↪ Do you have any memories from your youth?
- Έχεις καθόλου μνήμες από τη μικρή σου ηλικία.
- ↪ Do you have any memories from your youth?
- (πληροφορική, υλικό υπολογιστή) μνήμη σε υπολογιστή