ανάμνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάμνηση | οι | αναμνήσεις |
γενική | της | ανάμνησης* | των | αναμνήσεων |
αιτιατική | την | ανάμνηση | τις | αναμνήσεις |
κλητική | ανάμνηση | αναμνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναμνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάμνηση < αρχαία ελληνική ἀνάμνησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάμνηση θηλυκό
- ένα γεγονός από το παρελθόν
- ↪ Παιδί μου σαν να χάθηκαν οι αναμνήσεις μου. Κοιτώ παλιές φωτογραφίες και δεν θυμάμαι τίποτα πλέον ...
- ένα παρελθοντικό γεγονός που μπορεί κάποιος να ανακαλέσει στη μνήμη του
- ↪ Από αυτό το ταξίδι έχω μόνο ευχάριστες αναμνήσεις
- ※ Μάταια ο απισχνασμένος νέος που αντικρίζει από τα κάγκελα του παραθύρου τη θορυβώδη βοή της Μεσογείων ψάχνει για πιο παλιές αναμνήσεις, για κάποιες ανέμελες στιγμές χαραγμένες ανεξίτηλα σε παιδικά πάρτυ, για ενσταντανέ παιχνιδιάρικης επάρκειας.
- Νίκος Ρωμανός: Η ιστορία του παιδιού με το Καλάσνικοφ που αγρίεψε νωρίς, Πρώτο Θέμα, 08-12-2014, @protothema.gr, συντάκτρια: Τίνα Μανδηλαρά, ημερομηνία ανάκτησης: 05-10-2024.
- αντικείμενο που θυμίζει κάποιο γεγονός, το αναμνηστικό, αλλά συνήθως σε αυτή την περίπτωση συνδοευόμενο από το σαν
- ↪ Κράτησα το ποτήρι που είχε κι έπινε στα τελευταία της η μάνα μου σαν ανάμνηση ότι εκτός από πίκρες, της έδωσα κι ένα ποτήρι νερό