↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέμελος η ανέμελη το ανέμελο
      γενική του ανέμελου της ανέμελης του ανέμελου
    αιτιατική τον ανέμελο την ανέμελη το ανέμελο
     κλητική ανέμελε ανέμελη ανέμελο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέμελοι οι ανέμελες τα ανέμελα
      γενική των ανέμελων των ανέμελων των ανέμελων
    αιτιατική τους ανέμελους τις ανέμελες τα ανέμελα
     κλητική ανέμελοι ανέμελες ανέμελα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέμελος < στερητικό πρόθεμα ανέ- + μέλ(ει) + -ος. Δείτε το αρχαίο μέλω (νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈne.me.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νέ‐με‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανέμελος, -η, -ο

  • χωρίς ανησυχίες ή προβλήματα
    ⮡  ζούσε ευτυχισμένος, μιαν ανέμελη ζωή χωρίς σκοτούρες και ευθύνες, μέχρι που ήρθαν δύσκολες μέρες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία