ανέμελος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈne.me.los/
- συλλαβισμός : α‐νέ‐με‐λος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανέμελος, -η, -ο
- χωρίς ανησυχίες ή προβλήματα
- ↪ ζούσε ευτυχισμένος, μιαν ανέμελη ζωή χωρίς σκοτούρες και ευθύνες, μέχρι που ήρθαν δύσκολες μέρες
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανέμελος